- παχέες
- παχύςthickmasc nom pl (epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ГИППОБОТЫ — • Ίπποβόται, название аристократов в Халкиде (οι̉ δὲ ι̉πποβόται ε̉καλέοντο οι̉ παχέες τω̃ν Χαλκιδέων. Ηdt. 5, 77) … Реальный словарь классических древностей
παχύς — ιά, ύ και παχιός, ιά, ιό / παχύς, εῑα και ιων. τ. έα, ύ, ΝΜΑ 1. αυτός που έχει αρκετό ή υπερβολικό πάχος, χοντρός 2. (για πρόσ. και ζώα) (στην κυριολ. και μτφ.) αυτός που έχει πολύ λίπος στο σώμα του, παχύσαρκος νεοελλ. 1. (για μουστάκι) πυκνό 2 … Dictionary of Greek